Otros Libros y Publicaciones Virtuales

Aquí puedes leer gratis las compilaciones que nos envían los eventos

Poems for Woman Scream 2013 Athens Greece

Coordinated by Helena Stagkouraki in Atenas, Greece.











Poema de Dinorah Gutierrez Andana

Ήταν δώδεκα (“Eran doce”- Ντινόρα Γκουτιέρες)
Ήταν δώδεκα τα χρόνια της παιδικότητας
δώδεκα της αθωότητας
δώδεκα της παρηγόρησης με πράγματα απλά
Δώδεκα οι λέξεις της μάνας που δεν μιλούσε:
«Κόρη μου, άτακτη, μικρή, σε αγαπώ,
πρόσεχε, σε περιμένω,
εμπρός,
μπορείς,
τώρα...»
Δώδεκα της πριγκίπισσας τα όνειρα
αυτής μες στον καθρέφτη από χίμαιρες
αυτής που αποκοιμήθηκε καταμεσής του δρόμου
όχι εκείνης των παραμυθιών
όχι εκείνης του βιβλίου των απαρχών
Δώδεκα οι κτήτορες του αίματός της,
του κορμιού της,
των ρούχων της,
των χειλιών της
του χρόνου της
Δώδεκα της αγνότητας οι μαγαριστές
Δώδεκα
υπνοβάτες ντελιρίου
που το πνεύμα της ξερίζωσαν
κρεμασμένοι απ’ τους γοφούς της
Δώδεκα οι του ικριώματος
πάντοτε στο χείλος της αιώρησης
λιώνοντας τις ενοχές
γκρεμίζοντας τα ένστικτα
Δώδεκα τα χρόνια της πριγκίπισσας
Μα τα βογγητά τής πέρασαν με το στίγμα
ποτισμένα με δηλητήριο που άχνιζε
ουσίες τοξικές
και κακές σκέψεις
Ήταν δώδεκα...
Μα τα γενέθλια πια δεν τα γιόρταζε
η πριγκίπισσα έχασε τον λογαριασμό


 

(Español) 

Eran doce



Eran doce los años de su infancia
doce de inocencia
doce del consuelo en las cosas simples

Eran doce las palabras de una madre que no hablaba:
“Hija, pequeña, traviesa, te amo,
cuidado, te espero,
camina,
tú puedes,
ahora…”

Eran doce los sueños de la princesa
la del espejo de quimeras
la que se quedó dormida a mitad de la calle
no la de los cuentos
no la del libro de principios

Eran doce los dueños de su sangre,
de su cuerpo,
de su ropa,
de sus besos
de su tiempo

Eran doce los plagiarios de pureza
Doce
sonámbulos delirantes
y le abatían el espíritu
colgados de su cadera

Doce los del cadalso
siempre al borde del suspenso
derritiendo los escrúpulos
derribando los instintos

Eran doce los años de la princesa

Pero los suspiros se le fueron con el vicio
Inyectados con humeante veneno
sustancias tóxicas
o malos pensamientos

Eran doce…
Pero ya no festejó cumpleaños

la princesa perdió la cuenta.



(Mayte Tudela Busto)


EL VERSO COMO GRITO

Quiero desde mi voz enronquecida,
alentar con la fuerza que en mí brota,
que ninguna esperanza quede rota,
y toda vida sea enaltecida.

Yo miro y mi mirada no es completa,
y mi mano sostiene quebrantada
el papel en que leo ensimismada
mi verso de mujer y de poeta.

Y este poema es grito y es denuncia,
y es dolor, rabia, furia y amargura,
y pretende servir como armadura,
y amparar mis derechos, sin renuncias.

Si la mujer es germen y es substancia,
¿por qué ha de soportar la intolerancia?




(Hortensia Carrasco Santos)


NOSOTRAS

A espaldas del silencio
tratamos de atravesar las hendiduras de los muros
de ignorar el viento acorralado en la ventana.
Indóciles queremos desprendernos de todo lo que calla
de ese decir nada que nos corruga y desmorona.
Al tanteo buscamos rehacernos
dejar de ser esa luz parda de los cuartos.
Pero la realidad se nos arrima como una hija enferma
que encuentra un regazo en nuestra mente
y anda entre neuronas desganada y repentina.



(Pilar Rodríguez Aranda)


NO ES QUE QUIERA OBSESIONARME


No es que quiera obsesionarme
pero cuándo
dejaré de escuchar
noticias absurdas y violentas
(penetración en todos los orificios)
En todos
En todas

Cuándo
dejaré de leer
sobre feminicidios irresueltos
(sospechosos en camionetas negras)
La esperanza ennegrecida
Negro el futuro
Cuándo
dejaré de enterarme
de números y estadísticas
(Más años de cárcel recibe un ladrón
que el asesino de su mujer
si se sospecha que ha sido infiel)
Cuándo
dejaré de conocer
los detalles de sus muertes
(acuchillada 57 veces)
Violada
Torturada
Cuándo
dejaré de alterarme
al imaginar su mirada
su ignorancia y su inocencia
Cuándo
dejaré de creer
que para ser mujer hay que negarse
(no salgas, no vistas, no seas)
que si te atreves a afirmarte
te obligan a callarte
te golpean, te matan
y al final
te culpan
No. No me quiero obsesionar
pero cómo
dejar de pensar
que esos asesinos victoriosos
 (que no pueden ser hombres)
existen en la misma superficie
y respiran el mismo oxígeno
Siento que va a caer
una lágrima, pero en vez
bien adentro, algo se endurece
La piedra de la fe, lava
que se enfría
cuando debiera explotar y derretirlo todo
pero para ello, necesitaría un poco más de ternura...
Si no, cómo
podré entonces soltar
esta desesperanza endurecida
para que no me rasgue por dentro
como hicieron con ellas
Todas ellas...
¿Cómo fue que extraviamos
nuestra alma colectiva?
Cuándo… cómo...
No hay duda del qué ni del dónde
Aquí y hoy
aquí y hoy
Cuándo
dejaré de sentir
que hoy y aquí
no nos merecemos

Desde Atenas:



ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ



ΣΕ ΜΙΑ ΔΕΣΜΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ


Χτές ήτανε μπουμπούκια
σεμνά, δίχως καμάρι κ' υποσχέσεις.
Σήμερα τόσο ωραία
πρωΐ - πρωΐ όπως τάειδα, ταράχτηκα...
Μέσ' στό άνοιγμά τους βόσκει
μιά βίαιη δύναμη πούναι σάν τή νειότη.
Κ' ή νειότη αυτή πού τρέχει,
τεντώνει τά σαρκώδη φύλλα ως τόξα.
Κι ως τή ρίζα τ' ανοίγει
καί ξεχύνει της πρόκλησης τό μύρο,
 μόλις μ'ένα φυλλάκι διπλωμένο
τήν παρθένα ομορφιά τους κρύβει.
Ή πεταλούδα θάρθη.
...τ' όνειρο μέσ' στή μέθη τους περνάει.
Τό ριγηλό θέ να σηκώση φύλλο
καί την καρδιά τους θάβρη.





ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ

Κύριε, μη μου δίνεις την οδύνη που περιέχω.
Είμαι το διεσταλμένο ρόδο δίχως σεμνότητα,
είμαι ο καρπός που αποστάζει ασύστολα χυμό,
είμαι η θερμότατη καλοκαιρινή μέρα
που αντηχεί το φως, την πυράδα του ήλιου.
Είμαι βαρύς από τον ίδιο εαυτό μου,
υποφέρω την έννοια του εαυτού μου
σε βάρος αισθήσεων υπέρμετρο.
Πολύχρωμο έντομο με έντονο χνούδι χρωμάτων
να πετάξω δεν δύναμαι πια.
Πού ν' αποθέσω τον εαυτό μου;





ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ

Καρδιοδόχη σακάτικη
άναντρα ταγμένη στην άσπρη σελίδα
καί τα μάτια αμήχανα να πηγαινοέρχουνται





ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ


Οικογενειακό συμβούλιο

Τώρα βέβαια πάλι θα πέσει το σόι
μονό και διπλό
να μαζεύω τη γλώσσα μου
ή πως όταν κάνω
ψηλά τα μαλλιά μου
κοιμούνται πιο ήσυχοι.
Και με στριμώχνουν στο σαλόνι.
Παντού μπαγιάτικα πέπλα
νύφες μέ παχουλά χέρια
μουστακαλούδες
και τα παιδιά ανήλιαγα
ή μπορεί και πεθαμένα
με πελώριους φιόγκους
σαν αεροπλάνα.
Περνάει η νονά μου η πολίτισσα
και τρατάρει μικρά άσπρα γλυκά.
Φαίνεται το βρακί της πράσινο
πιασμένο με παραμάνα

— oι θειάδες μου λένε
πως κατουράει αλά τούρκα
καβάλα στη λεκάνη.
Γύρω τα πρόσωπα εθνικόφρονα
με περικεφαλαίες.
Αμα σου εξηγήσω
θά καταλάβεις πως μου παίξανε
τον καραγκιόζη
που με τα τρία μαντέματα
του παίρνουν το κεφάλι
Στο τέλος του φοράνε πάντα
ένα χάρτινο πιατάκι
όπως στα κεριά
για να μη στάζει.





ΝΑΝΑ ΗΣΑΪΑ

Είμαι αυτό το περίεργο ον λοιπόν.
Με το ένα εκατομμύριο σκέψεις.
Τα απόλυτα μαλλιά.
Τα καλυμμένα και σε μένα μάτια.
Είμαι ένα ον από λέξεις.
Στις ώρες ισορροπίας ενός κενού.
Από συνθέσεις ακατάληπτες στο νου μου.




ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ



ΚΑΛΧΑΣ

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,
βοηθάω τη νύχτα να μακραίνει,
να πλαταίνει,
να σβήνει τα χαραμοφάικα φωτάκια.

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,
γυμνάζω μαύρα αποκλείεται,
εξαπολύω γυμνασμένα αποκλείεται
και ξεσκίζουν κάτι άστρα τελευταία.

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,
αλλάζω φύλο, γίνομαι σκοτάδι.
Που θα μου πάς λιποψυχία,
κάπου θα σε πετύχω
τώρα πού ορκίστηκα άυπνη.
Τα υπνωτικά μου μιλιγκράμ
αγγελικά κοιμούνται
κι ό εγκέφαλος μου ξαγρυπνάει
και γλυκά τα νανουρίζει.

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,
βοηθάω τη νύχτα να μακραίνει,
γράφω συνθήματα στους τοίχους των ονείρων:
κάτω τα ξημερώματα των ορνιθοτροφείων,
κάτω ή φαυλοκρατία των ελπίδων

«και σπίτια θα σάς χτίσουμε
και δρόμους θα σάς κάνουμε
και βροχή θα σάς φέρουμε
κι άνεμους, κι άνεμους».

Δεν κοιμάμαι, δεν κοιμάμαι,
περιμένω κάτι αποβράσματα σκοτάδια
να μπω στο ρετιρέ του Μάντη Κάλχα.
Θα τον σκοτώσω.
Με βούτηξε σ' ολόκληρη θυσία
για να πνεύσεις.
Μα εσύ κουρνιάζεις, άπνοια,
πάνω σε κάθε προφητεία
με το πάσο σου.




ΑΝΤΕΙΑ ΦΡΑΝΤΖΗ



ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Μα εσύ δοκιμάζεις να κυοφορήσεις
το μέλλον
ανάποδη  όψη
του παρελθόντος.
Για κορόνα ένα αρνί
καί για γράμματα πάντα ο λύκος.
Τό παίζεις καί βγαίνουν αριθμοί
που δεν μετρούν παρά διαστολές
καί συστολές— οι κόρες μου
κόρες των ματιών σου




ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ



ΑΝΑΡΡΩΣΗ


Με φάτσα οργάνου της τάξεως
Μετράει τα βήματα μου το φεγγάρι.
Λέω να γυρίσω να το φτύσω
Μα φταίω εγώ που κάτι τόσο όμορφο
Κατάντησε του ανακριτή μου η λάμπα.

Μόνος καθένας τη διαστρέφει τη φύση
Το ήθος της σ' αιτία πόνου μεταβάλλοντας
Σαν να συστάθηκε ο μεγάκοσμος του χάους
Για της δικής του αθλιότητας την έπαρση.
«Πες τα όλα εδώ, ομολόγησε!
Αυτό δεν είναι παρά μια σακούλα φως
Κι εσύ δεν είσαι παρά μια σακούλα σπλάχνα!»

Μα εγώ θυμάμαι ότι είμαι από αστερόσκονη.
Δεν θα μου δόθηκε μια τέτοια σκόνη
Για να πλάσω απ' αυτήν σαν από αλεύρι
Τη φάτσα ενός ευσυνείδητου μπάτσου...
Ασ' την ψυχή... αλλά του σώματος μου το καλούπι
Θα έχει το σόι του μέσα στα ουράνια σώματα.
 Όλο και κάποια έναστρη εξέγερση
Την ανυπακοή μου θα πυροδοτεί. Δεν υπογράφω.—




ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ



Ευδοκία


Μεγάλο αίνιγμα ο Απρίλιος μες στο μυαλό.
 Όλα σε τάξη κι όμως σκορπισμένα,
παράφορα και προς το βράδυ άφωνα μηδενικά.
Κάθε τι ακριβαίνει μέσα στη σιωπή.
Εκεί ανήκουν οι ταγμένοι,
παράδειγμα οι νοικοκυρές όταν σκυφτές μαζεύουνε
των τραπεζιών τα ψίχουλα
κι ύστερα στα πουλιά τα πετούν,
μήπως βγάλει φτερά η καθημερινότητα.
Αλλά το θάμβος είναι ακόπαστο,
κάθε στιγμή όλα συμβαίνουν λες σε πεδίο βολής.
Αν χαλαρώσω

Προς θεού την καθημερινή παρθενικότητα μου,

Λέει ρουτίνα ως και το ψωμί.


 



Βερονίκη Δαλακούρα


Θα πεθάνω κι ακόμη θα ψαχουλεύεις τις λέξεις μου αδιαφορώντας για τον πόνο της ύπαρξής μου που θάναι λειψή μισή φεγγάρι και μισή εμετός.
Θέλω λοιπόν να παραμένω εσαεί απρόσιτη μια κούκλα του μεσοπολέμου με τα κοκάλινα χεράκια της απορημένα στα φρου φρου για να μη σε συναντήσω και με πικράνεις πάλι με την απλοϊκή σου σκληρότητα. Οι γονείς μου χάθηκαν και εγώ ακόμη πλανιέμαι και δεν υπάρχει κήπος με φρέσκο χώμα να χωθώ στις ρίζες των φυτών απομένοντας γαλακτερό σύμπλεγμα και καταφύγιο.



Κοραλλία Θεοτοκά

-Πες Βιετ
-Ναμ
-Και τα δύο μαζί
-Δεν χωρούν στο στόμα
-Πάρε ένα χάπι
-Θα κάνουμε μαζί εμετό
-Πες Δεν
-Μη Δεν
-Εύγε




Μαντώ Αραβαντινού, Γραφή Γ'(απόσπασμα)



Ποια μέθη κρατάει τα βλέφαρα σας μισόκλειστα;
Η μνήμη του αδιέξοδου; ή η γνώση του ελάχιστου;

Έτσι τους μίλησα και κρατούσα τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στη νύχτα.
Γιατί αυτή των φθόγγων η δύναμη των αισθήσεων μαλακτικό και μαστίγιο.
Όμως άπνοια του θέρους και θρηνωδία πουλιών.

Τότε τα πράγματα με πλησίασαν ανάλγητα και αυτά περιγράφω.
Προχωράω σε βάθος.
Διαπερνώ τον χώρο του λόγου.
Αρθρώνω τους φθόγγους που βγαίνουν απρόθυμοι απ' την καρδιά των αντικειμένων. Περισφίγγω ασφυκτικά το αντικείμενο.
Ενσωματώνω κι ενσωματώνομαι στις μορφές του αντικειμένου.
Η γλώσσα ακόμα ανάπηρη.

Το εκεί, το εδώ, που πάντα συμπλέκεται.
Το εγώ και το συ στους δικούς του τους νόμους.
Ακούω τους κραδασμούς του ανέκφραστου,
των άναρθρων τους ήχους,
των φθόγγων φευγαλέα την άρθρωση,
την ροή του χειμάρρου.

Μετράω σιωπή.




ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ



ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΝΕΟΝΥΜΦΩΝ


- Θα μείνω μαζί σου γιατί είσαι φτιαγμένος από μετάξι καί
σάρκα.
Θα μείνω μαζί σου. Συντηρητικό μου. Εκτόνωση και
Φόρτιση. Της εμμήνου ροής μου.

-Νιώθω να είμαι Κάποιος.

-Νιώθω να σου κάνω Έρωτα.
-        Είναι σαν να κάνω Έρωτα σ' ολόκληρη την Χώρα.
-         
-Είμαι Κυρίαρχος.

Χτύπησα το κουδούνι, αν καί μου είχες ανοίξει πολύ.
Πριν.
-Chiao amore, σου είπα. Καί άνοιξα τον Χιτώνα μου ως
την 'Ήβη.
-Νιώθω να είμαι πάλι ό Εαυτός Μου.

Καί βγάζοντας έξω το πρώτο μου στήθος, σου είπα:

- Per tuo padre.

Καί βγάζοντας έξω το δεύτερο στήθος μου, σου είπα:
-Per tua madre.

Καί βγάζοντας έξω το τρίτο μου στήθος, του είπα:

-Per tuo fratello.

Καί κόπτοντας το τέταρτο, αίματωμένο σου το πρόσφερα:

-Κι αυτό είναι δικό σου. Για να συλλέγεις το σπέρμα σου

Και ποτέ να μην εξαντλείται.

Εις τους αιώνας των αιώνων






ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ  (απόσπασμα)

Σιωπή.
Τα δήθεν ανήμπορα γυναικεία τσαλίμια μου
μπροστά στα πολυεδρικά κρύσταλλα
οι αισχρές αναίσχυντες γκριμάτσες μου
εμπρός στους λείους μονοτονικούς καθρέφτες
δεν έχω αντίκρυσμα μέσα εκεί, δεν έχω είδωλο
δεν είμαι πουθενά δεν με βλέπω.
Βαθιά
δυο αρχαίες τρίαινες καρφωμένες με δύναμη
εξακοντισμένες με φόρα απ’ τα βάθη μακριά
στο άγαλμά μου έφηβος
μ’ένα πολτοποιημένο φακό στο από δω σπασμένο χέρι
στα μάτια μας εκεί που φέγγει η ψυχή μου
τυφλώνομαι για δεν μπορώ να δω
όσο κι αν ανασηκώνω όσο κι αν ψαύσω τις γάζες να δω
ψάρι ένα
μόνο
μόνο του
ετοιμοθάνατο φωσφορούχο
χτυπημένο στην πλάτη
ανοιγοκλείνει αιώνες το στόμα του
σε μια έρημη χειμωνιάτικη παραλία
αποβλήτων
χωρίς να πεθαίνει.





ΜΑΡΙΑ ΛΑΙΝΑ



[Μικρός Πόρος]

Νύχτα στη μέση του νησιού
ο σκελετός μου φαγωμένος απ' το χέρι της
ενώ οι μέλισσες καί τα μερμήγκια οδηγούνται
απ’ τον ήλιο.

Εκείνη όπου να 'ναι θα γυρίζει σπίτι
περνάει στο αριστερό της χέρι τις αγριοφράουλες
σκύβει ελαφρά προς τη φωνή του, ήσυχα τον βλέπει
τα κόκκινα μάτια της φέγγουν.

Η πιο αδιάντροπη, η ομορφότερη
κάτω από τον μαύρο θόλο καί την οξυδέρκεια
των άστρων
θα μιμηθεί ξανά τη χάρη καί τη δύναμη
ενός σπαθιού.



ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΤΖΑΚΗ


Σαλώμη

Εγώ σιωπώ.
Δηλαδή: Βυθίζω τη φωνή μου στο στομάχι
(Όπως καταπίνεις το σάλιο σου
όπως βγάζεις βαθύ αναστεναγμό
όπως αυτοκτονείς τον λόγο που δραπετεύει)
Σαν πίκρα

Υγρό πράγμα δεν το συγκρατώ
Αρρώστια στο στόμα με μαζεύει
μ' απομονώνει από τον κόσμο
με τρέχει σε ύποπτα στενά
γυναίκα στρίγκλα κι αναμαλλιασμένη
κόγχες σαν αυτιά και νύχια ματωμένα
φιλάρεσκη γριά χορταριασμένη να τινάζεται
Σαν εφιάλτης χώρεσα στο στόμα μου
Απ' το λαρύγγι μου την παρακολουθώ.
Δε με πειράζει ο πόνος στο στομάχι
και των εντέρων οι σπασμοί αντέχεται
Μα όταν κουράζεται απ' το χορό της
Όταν τελειώνει με τα πέπλα
κι έχει στα πόδια της το ματωμένο του κεφάλι
[Σαν μήτρα σέρνεται στα γλιστερά τοιχώματα
Τις πέτσες σαν βυζιά τις αγκαλιάζει
Τραβάει απ’ την κοιλιά της σαν για να ξεριζωθεί—
Που είσαι κι έστειλες το πράγμα αυτό σαν πράγμα να με
πρόδωσες τι στάθηκες Αφροί στα χείλη της και αίματα σαν
από το φεγγάρι]
Βαθαίνουν οι ρυτίδες κι από τα μάτια της φωτιές

Σαν άνθρωπος το σώμα της το σώμα του ζητάει





ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ

Δεν ήθελε τίποτα ν' αποκαλύψει απ' το αθώο θαύμα των
ρούχων της
πού την αφάνιζαν
φωτίζοντας το πρόσωπο της από μέσα
Κι αύτη η αόριστη μοναχική ζωή
ανάμεσα στα μισοανθισμένα τοπία
των φορεμάτων της
καί τ' ανάερα τιτιβίσματα τών πουλιών
τή βύθιζε σε μιά ναρκωμένη υπομονή
τη γιάτρευε απ' το ανυπόμονο πάθος
Σε μια υπομονή πού δεν είχε προηγούμενο


Γιατί τόσο ήταν φανταστική
η έκβαση αόρατων γεγονότων
Αφού κανένα γεγονός δεν υπήρξε στο παρελθόν
ούτε θα υπήρχε στο μέλλον
Ακίνητη νότα πού κάποτε είχε σημάνει
έπλεε μέσ' στον αντίλαλο της
Καί δεν είχε έλεος ούτε για τον εαυτό της
καθώς πλησίαζε ο καιρός
ο φοβερός καιρός πλησίαζε
Να μείνει ολομόναχη απέναντι στο πάθος






ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ



Εβγαινε ολόκληρος άπ τό χιόνι
μέ κόκκινο στήν άκρη της γλωσσίτσας του
και κινήσεις άσπρες
πού καταργούσαν τό άσπρο.
Μου 'λεγε, κοίτα, μια διάθεση               

θά'ναι μόνο ό έρωτας κάποτε,

μια διάθεση πρός τή νιφάδα

ελαφρότατα θά στηρίζεται τό μέσα,

σέ κάτι ελάχιστα :στέρεο γιά μιά στιγμή...

Σιγά σιγά θά παρατηρείς

ότι όλη ή ομορφιά είναι, πτώση

του νερού

του φύλλου

του χιονιού...



Αργότερα είχε μοσχοπλυθεί

 καί μύριζε τ' ακριβά

σαπούνια τ ουρανού.

Στο υπόγειο πού κατοικούσαμε

ό σκύλος είχε ξεκοιλιάσει τό μαξιλάρι

κι οί πάγοι είχανε φράξει

τά ανοίγματα.


Έπεσε απάνω μου, λευκός ελαφρός
κι ήμουν μόνο επιφάνεια
χωρίς καμιά άπ' τις κοιλότητες
οπού λιμνάζει πάθος
ένα ήθος απλωνόταν στό δέρμα μου
σάν αλοιφή
κι ανάδινα κι εγώ τήν άπιαστη
μυρουδιά του τίποτα.
Άκουγα τήν καρδιά μου
νάχει παγιδευτεί από τήν καλοσύνη
κι από τά μάτια, του τά τυρκουάζ
έσταζαν, στίς φούχτες μου
τά υγρά της συμπόνιας του
H διαφορά μας, είπε,
καί μου χάιδεψε ολά μου τ’ αθεράπευτα πλοκάμια
είναι στη συνείδηση.
Τά φτερά μαρτυρούν
τήν τέλεια απώλεια.   
'Όταν ο έρωτας θα ναι
 αεράκι απροσδιόριστο
πού εντυπώνεται σάν πάλεμα φύλλου
και μόνο, οι σκούρες νεφώσεις της ψυχής σου
θά γίνουν χιόνι
και μαλακή θά χαίρεσαι τον έρωτα
ως την τελευταία παγωμένη του
σταγόνα.

Μές στο στόμα μου
η σκέψη του αγγέλου
είναι ακόμη σώμα:
πάλλεται κι εκσφεντονίζει
τό θάνατο.




ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ


Ξέρεις  είμαι ένα ευφυές κενό
Βαθαίνοντας για να κρύβεται o κόσμος.

Ο κόσμος ο ακέφαλος
Που εξυμνούν οι κινηματογράφοι

Κι οι προσευχές μου-

Ξέρεις, ήμουν ένα πανούργο μηχάνημα
Που παρήγαγε χίλια μωρά αγγέλων
Άσπρα καί τυφλά.

Καλά.
Έτσι μ’ αγάπησα

Είχα κάπου κι ένα άνθος.

Βρέχει

(Έτσι, όταν νυχτώνει
Εκείνη η διασταλμένη κόρη με τα αίματα
Βγάζει περίπατο στο πάρκο τα μικρά της
Τέρατα
Με κοασμούς και βελάσματα κι ανυπόφορες
Κάμπιες την λυμαίνονται, ενώ βαθύτερα
 Κάτω απ’ την ομίχλη πρέπει
Να υπάρχει, πρέπει
Μια άλλη μεγάλη γυναίκα που άρρυθμα
Σφύζει κι απλώνεται





ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΛΑΣΤΗΡΑ



Dark red


Τ' αγκάθια
είναι ο λόγος
που θα γίνουμε
φίλες

με λίγο αίμα
από την καθεμιά μας
θα έχουμε
τα ακριβότερα κοσμήματα




ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ

Με τη βροχή τη λίγη


Περπατώ περπατώ
Η κυρά Ροδαλίνα κι εγώ

Εγώ είμαι η Ροδαλίνα
Aλλά η κυρά Ροδαλίνα δεν είναι εγώ

Ω πλάσμα, λέει,
Στα κροσωτά του βλέφαρου στάλα που απόμεινε να το γεννά
Λαφάκι και ανθούλα
Το σχήμα του τελειώνοντας στις άκρες του στα χρώματα της
ίριδας

Και σε ουράνιο τόξο

Μου γλίστρησες και έφυγες
Και τρέχω να σε πιάσω

Με τη βροχή τη λίγη

Κι είπα, ώ πνοή
Που έδεσες μορφή
Περισσότερη από μένα


Δυο κατσικουλες κυνηγώ εγώ
Που πήδησαν και έφυγαν και τρέχω να τις πιάσω
Η Ροδαλίνα ίσκιους


Τα πρωινά κρυβόμουνα τις νύχτες ξεκινώ
Το ποίημα Ροδαλίνα

Comentarios

Populares